ἀβίου

ἀβίου
ἄβιος
not to be survived
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀβίου — ἄβιος not to be survived masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καναβάτσο — και κανναβάτσο και καν(ν)αβάτσι, το (Μ καν[ν]αβάτσο[ν]) χοντρό ύφασμα από λινάρι, βαμπάκι ή ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή σακιών, ιστίων κ.λπ., καθώς και από τους ράπτες για την εσωτερική επένδυση ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • καναβένιος — και κανναβένιος, α, ο [κάν(ν)αβις] κατασκευασμένος από ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού …   Dictionary of Greek

  • καναβατσένιος — και κανναβατσένιος, α, ο [καναβάτσο] κατασκευασμένος από ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού …   Dictionary of Greek

  • καναβατσένος — και κανναβατσένος, η, ο (Μ) [καναβάτσο] κατασκευασμένος από ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καναβατσένιος (< καναβάτσο) με σίγηση τού ημιφώνου [i] …   Dictionary of Greek

  • καναβατσέτα — και κανναβατσέτα και καν(ν)αβατσέτ(τ)α, η (Μ καναβατσέτα και κανναβατσέτα και καν(ν)αβατσέτ(τ)α) χοντροϋφασμένο λινό, κατασκευασμένο από ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Καναβατσέτα, η, αντί καναβατσέτο το, με αλλαγή γένους. Αντιδάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • καναβατσότριχα — και κανναβατσότριχα, η ίνα κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού …   Dictionary of Greek

  • καναβόκοκκος — και κανναβόκοκκος / καναβόκοκκος και κανναβόκοκκος, ἡ (Α) σπόρος κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις + κοκκος (< κόκκος), πρβλ. καλλί κοκκος, σταφυλόκοκκος] …   Dictionary of Greek

  • καναβόπανο — και κανναβόπανο, το [κάν(ν)αβις] χοντρό ύφασμα από ίνες καν(ν)αβιού, λινάτσα, καν(ν)αβάτσο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”